- αγγελοπετριά
- η1. πλήγμα από τον άγγελο τού θανάτου, αιφνίδιος, απροσδόκητος θάνατος2. χτύπημα με πέτρα, πετριά άγνωστης προελεύσεως3. απροσδόκητο, αναπάντεχο κακό4. ερωτομανία, ερωτοληψία.[ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + πετριά].
Dictionary of Greek. 2013.